τροχοπεδώ

τροχοπεδώ
(α) μετ. тормозить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τροχοπεδώ" в других словарях:

  • τροχοπεδώ — Ν [τροχοπέδη] επιβραδύνω ή σταματώ την κίνηση τροχού με τη χρήση τροχοπέδης, φρενάρω …   Dictionary of Greek

  • τροχοπεδώ — τροχοπέδησα, τροχοπεδήθηκα, τροχοπεδημένος, επιβραδύνω την κίνηση τροχού με τροχοπέδη (βλ. λ.), φρενάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχοπέδηση — η, Ν [τροχοπεδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροχοπεδώ, επίσχεση ή επιβράδυνση τής κίνησης τροχού ή τροχών με τροχοπέδη, φρενάρισμα …   Dictionary of Greek

  • τροχοπεδητής — ο, Ν σιδηροδρομικός υπάλληλος, χειριστής τής τροχοπέδης στους παλαιούς σιδηροδρόμους, κν. φρενατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχοπεδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • φερμάρω — Ν 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ 2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω 3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ 4. (το β εν. προστ.) φέρμα (ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ! [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ,… …   Dictionary of Greek

  • φρενάρω — Ν πατώ φρένο, τροχοπεδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + ρηματ. κατάλ. άρω*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»